Αυτά είναι τα ιερά λόγια του Αγούρ, γιου του Ιακαί.
Είπε ο ξακουστός Αγούρ: «Είμαι κουρασμένος, Θεέ, κουρασμένος και αποκαμωμένος. Εγώ ασφαλώς είμαι ο πιο ανόητος άνθρωπος· ούτε καν τον κοινό νου δεν έχω. Δεν έμαθα ποτέ μου τη σοφία κι ούτε γνωρίζω τίποτε για τον Άγιο Θεό.
»Ποιος στα ουράνια ανέβη και κατέβηκε;
Ποιος μάζεψε τον άνεμο στις χούφτες του;
Ποιος τα νερά μάζεψε σ’ ένα ρούχο;
Ποιος στέριωσε όλες τις άκριες της γης;
Ποιο είναι τ’ όνομά του, και ποιο
του γιου του τ’ όνομα;
Το ξέρεις;
»Ο κάθε λόγος του Κυρίου δοκιμασμένος·
ασπίδα είν’ αυτός για όσους
σ’ εκείνον καταφεύγουν.
Στα λόγια του τίποτα μην προσθέτεις,
για να μη σε διορθώσει
και ψεύτης αποδειχτείς».
Δυο πράγματα γυρεύω από σένα, Θεέ μου· προτού πεθάνω μη μου τα αρνηθείς: Φύλαξέ με απ’ το να χρησιμοποιήσω δόλο ή ψευτιά· φτώχεια να μη μου δώσεις μα ούτε πλούτο· δίνε μου μόνο το απαραίτητο ψωμί, μήπως παραχορτάσω και σε αρνηθώ, και πω «ποιος είναι ο Κύριος;» Ή πάλι μήπως μες στη φτώχεια κλέψω και δυσφημήσω το Θεό μου.
Δούλο να μη συκοφαντείς στον κύριό του, για να μη σε καταραστεί και ενοχοποιηθείς εσύ.
Υπάρχουν άνθρωποι που καταριούνται τον πατέρα τους, και τη μητέρα τους δεν την τιμούν.
Υπάρχουν κάποιοι που θαρρούν πως είναι καθαροί, αλλά απ’ τη ρυπαρότητά τους δεν έχουνε καθαριστεί.
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τα μάτια αγέρωχα, τα βλέφαρα υπεροπτικά.
Υπάρχουν άνθρωποι που ξίφη είναι τα δόντια τους, και τα σαγόνια τους μαχαίρια για να καταβροχθίζουν τους δυστυχισμένους και τους φτωχούς της γης.
Η βδέλλα έχει δυο κόρες, που κι οι δυο λένε: «δώσε, δώσε».
Υπάρχουν τρία πράγματα, που δε χορταίνουνε ποτέ, μάλιστα τέσσερα, που δε λένε ποτέ τους «φτάνει»:
Ο άδης,
η στείρα μήτρα,
η γη που δε χορταίνει το νερό,
και η φωτιά, που με τίποτα δεν ικανοποιείται.
Μάτι που περιπαίζει τον πατέρα και τη γριά μάνα την καταφρονεί, του φαραγγιού κοράκια θα το βγάλουν, και θα το φάνε τα μικρά αετόπουλα.
Υπάρχουν τρία πράγματα που με ξεπερνούν, μάλιστα τέσσερα που δεν καταλαβαίνω:
Το πέταγμα του αετού στον ουρανό,
το πέρασμα φιδιού πάνω στο βράχο,
του πλοίου την πορεία μες στη θάλασσα,
και την αγάπη του άντρα προς τη νέα γυναίκα.
Να τι λογής είναι το φέρσιμο της μοιχαλίδας: Κάνει μοιχεία και λέει «τι κακό έκανα;» Είναι σαν να ’φαγε και μετά σκούπισε αδιάφορα το στόμα της.
Τρία πράγματα κάνουν τη γη να τρέμει, μάλιστα τέσσερα, που να τα υποφέρει δεν μπορεί:
Το δούλο που γίνεται βασιλιάς,
τον ανόητο που το ψωμί χορταίνει,
τη μισητή γυναίκα που παντρεύεται,
και την υπηρέτρια που τη θέση της κυράς της παίρνει.
Υπάρχουν τέσσερα ζώα πάνω στη γη, πολύ πολύ μικρά κι όμως σοφότατα:
Τα μυρμήγκια· είναι λαός ανίσχυρος
αλλά απ’ το καλοκαίρι αποθηκεύουν την τροφή τους.
Οι ύρακες· λαός ανίσχυρος κι αυτοί,
και φτιάχνουνε το σπίτι τους στο βράχο.
Οι ακρίδες· δεν έχουν βασιλιά
και βγαίνουν όλες σε κανονική διάταξη.