Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Στείλε ανθρώπους να κατασκοπεύσουν τη Χαναάν, τη χώρα που θα δώσω στους Ισραηλίτες, έναν αρχηγό από κάθε προγονική τους φυλή». Ο Μωυσής, λοιπόν, σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, έστειλε από την έρημο Φαράν τους εξής αρχηγούς των Ισραηλιτών:
Από τη φυλή Ρουβήν, το Σαμμουά, γιο του Ζακκούρ. Από τη φυλή Συμεών, το Σαφάτ, γιο του Χορί. Από τη φυλή Ιούδα, το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή. Από τη φυλή Ισσάχαρ, τον Ιγάλ, γιο του Ιωσήφ. Από τη φυλή Εφραΐμ, τον Οσέα, γιο του Ναυή. Από τη φυλή Βενιαμίν, το Φαλτί, γιο του Ραφού. Από τη φυλή Ζαβουλών, το Γαδδιήλ, γιο του Σοδί. Από τη φυλή Μανασσή, γιου του Ιωσήφ, το Γαδδί, γιο του Σουσί. Από τη φυλή Δαν, τον Αμιήλ, γιο του Γεμαλλί. Από τη φυλή Ασήρ, το Σεθούρ, γιο του Μιχαήλ. Από τη φυλή Νεφθαλί, το Ναχβί, γιο του Βαφσί. Από τη φυλή Γαδ, το Γουδιήλ, γιο του Μαχί.
Αυτά είναι τα ονόματα των αντρών που έστειλε ο Μωυσής, για να εξερευνήσουν τη χώρα. Τον Οσέα, γιο του Ναυή, τον ονόμασε Ιησού. Όταν τους έστειλε να κατασκοπεύσουν τη Χαναάν, τους είπε: «Προχωρήστε με κατεύθυνση προς βορράν από το νότιο μέρος και ανεβείτε στην ορεινή χώρα. Παρατηρήστε τι λογής χώρα είναι πόσος είναι ο λαός που την κατοικεί και πόση δύναμη έχουν. Δείτε αν η χώρα τους είναι εύφορη ή άγονη, και αν οι πόλεις τους είναι οχυρωμένες ή ατείχιστες. Εξακριβώστε αν το έδαφος είναι πλούσιο ή φτωχό κι αν υπάρχουν δέντρα. Δείξτε θάρρος και φέρτε μας από τους καρπούς της χώρας». Ήταν ο καιρός που αρχίζουν να ωριμάζουν τα σταφύλια.
Προχώρησαν, λοιπόν, οι άντρες βόρεια και εξερεύνησαν τη χώρα από την έρημο Σιν ως τη Ρεχώβ, εκεί που ο δρόμος πάει προς τη Χαμάθ. Μπήκαν στη χώρα από τα νότια και έφτασαν ως τη Χεβρών, όπου κατοικούσαν οι φυλές Αχιμάν, Σεσαΐ και Ταλμαΐ, οι απόγονοι του γίγαντα Ανάκ. (Η Χεβρών είχε χτιστεί εφτά χρόνια πριν από τη Σοάν της Αιγύπτου). Έφτασαν ως την κοιλάδα Εσκώλ, όπου έκοψαν μια κληματόβεργα με ένα τσαμπί σταφύλι που το σήκωναν δύο, περασμένο σ’ ένα ξύλο. Έκοψαν επίσης ρόδια και σύκα. Ο τόπος ονομάστηκε Κοιλάδα Εσκώλ (Βότρυος), από το σταφύλι που έκοψαν εκεί οι Ισραηλίτες.
Οι κατάσκοποι, αφού εξερεύνησαν τη χώρα για σαράντα μέρες, γύρισαν στο Μωυσή, στον Ααρών και σ’ ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα στην έρημο Φαράν, στην Κάδης. Τους έδωσαν την αναφορά τους και τους έδειξαν τους καρπούς της χώρας. «Πήγαμε στη χώρα που μας έστειλες», είπαν στο Μωυσή. «Είναι πράγματι μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι. Να και οι καρποί της. Αλλά ο λαός που κατοικεί εκεί είναι δυνατός· οι πόλεις είναι οχυρωμένες και πολύ μεγάλες. Είδαμε εκεί και τους απογόνους του Ανάκ, τους γίγαντες. Οι Αμαληκίτες κατοικούν στο νότιο τμήμα της χώρας, οι Χετταίοι, οι Ιεβουσαίοι και οι Αμορραίοι κατοικούν στα βουνά, ενώ οι Χαναναίοι κατοικούν στα παραθαλάσσια και στις όχθες του Ιορδάνη».
Ο Χάλεβ όμως καθησύχασε το λαό που ήταν γύρω στο Μωυσή και τους είπε: «Τώρα πρέπει να προχωρήσουμε και να καταλάβουμε αυτή τη χώρα! Το δίχως άλλο θα νικήσουμε». Οι άντρες όμως που είχαν πάει μαζί του έλεγαν: «Δεν μπορούμε να επιτεθούμε σ’ αυτό το λαό, γιατί είναι ισχυρότερος από μας». Άρχισαν, λοιπόν, να διαδίδουν στους Ισραηλίτες φοβερά πράγματα σχετικά με τη χώρα που είχαν εξερευνήσει: «Η χώρα που πήγαμε να εξερευνήσουμε», έλεγαν, «είναι μια χώρα που κατατρώει τους κατοίκους της, και όλοι όσους είδαμε εκεί είναι άντρες μεγαλόσωμοι. Είδαμε ακόμα εκεί γίγαντες, τους απογόνους του Ανάκ, από τη γενιά των γιγάντων! Εμείς νιώθαμε σαν ακρίδες μπροστά τους, αλλά και στα δικά τους μάτια έτσι φαινόμασταν».