Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΘΡΗΝΟΙ 1:1-17

ΘΡΗΝΟΙ 1:1-17 TGV

Αχ, αλίμονο, πώς έμεινε έρημη η πόλη που είχε άλλοτε τόσο πολύ λαό! Αυτή που ήταν ονομαστή στα έθνη ανάμεσα απόμεινε σαν χήρα· των πόλεων η πριγκίπισσα υποδουλώθηκε. Κλαίει και κλαίει όλη τη νύχτα αδιάκοπα, τα δάκρυα τα μάγουλά της αυλακώνουν. Απ’ όλους που την αγαπήσανε κανείς δε βρίσκεται να την παρηγορήσει. Όλοι οι φίλοι της την εγκατέλειψαν· της έγιναν εχθροί. Μετά τη θλίψη και το βάρος της δουλείας, ο λαός του Ιούδα στην αιχμαλωσία σύρθηκε. Τώρα μένει στα έθνη ανάμεσα και ησυχία δε βρίσκει· οι διώκτες του τον φέραν σε αδιέξοδο τον πίεσαν σκληρά. Οι δρόμοι που οδηγούνε στη Σιών πενθούν, γιατί κανείς πια στις γιορτές δεν έρχεται. Ερημωθήκαν όλες της οι πύλες, οι ιερείς της πικρά αναστενάζουνε, θλίβονται οι κόρες της, κι η ίδια πολύ είναι πικραμένη. Οι αντίπαλοί της πάνω της κυριάρχησαν, οι εχθροί της ζουν ευτυχισμένοι, γιατί ο Κύριος την ταλαιπώρησε για τις πολλές της ανομίες. Τα νεαρά παιδιά της τα ’διωξε ο εχθρός και πορευθήκαν στην αιχμαλωσία. Κι η πόλη της Σιών όλη τη δόξα της την έχασε· οι άρχοντές της γίνανε σαν ελάφια που δε βρίσκουν τροφή· κι είναι σχεδόν χαμένη η δύναμή τους, καθώς τρέχουνε να ξεφύγουν απ’ το διώκτη τους. Η Ιερουσαλήμ στης δυστυχίας της και στης κατάπτωσης τις μέρες θυμάται όλη τη λαμπρότητα που είχε τον παλιό καιρό. Όταν όμως ο λαός της έπεσε στα χέρια του εχθρού ούτ’ ένας δεν βρέθηκε να τη βοηθήσει. Την κοίταζαν οι εχθροί της και γελούσαν βλέποντας την κατάντια της. Η Ιερουσαλήμ αμάρτησε πολύ, γι’ αυτό κι έγινε καταγέλαστη. Όλοι όσοι την εκτιμούσαν, τώρα την περιφρονούν, γιατί βλέπουν τη γύμνια της· κι αυτή αναστενάζει κι από την άλλη στρέφεται μεριά. Το φόρεμά της φέρνει τα ίχνη της ντροπής της· τέτοιο τέλος δεν τό ’χε ποτέ φανταστεί. Έπεσε τόσο χαμηλά, χωρίς ούτ’ ένας να βρεθεί να την παρηγορήσει. Φωνάζει η πόλη: «Κύριε, δες τη θλίψη μου· άκου τον πώς καυχιέται ο εχθρός μου!» Ο εχθρός το χέρι του άπλωσε σ’ όλους τους θησαυρούς της· κι αυτή είδε το ναό της να πατούν, τα έθνη εκείνα που είχε προστάξει ο Κύριος να μη μπουν μέσα στην κοινότητά του. Αναστενάζουν όλοι της οι κάτοικοι, ψωμί ζητούν· δίνουνε τα στολίδια τους, για να ’βρουν τροφή, έτσι που στη ζωή να κρατηθούνε. Η πόλη φωνάζει: «Κύριε, κοίταξε, δες πόσο είμαι καταφρονεμένη!» Κράζει προς τους διαβάτες: «Αχ, όλοι εσείς, κοιτάξτε με και πέστε αν υπάρχει πόνος σαν το δικό μου πόνο, που μου εδόθη, και που μ’ αυτόν ο Κύριος με βασάνισε τη μέρα της φοβερής του οργής. Από ψηλά έριξε φωτιά στα κόκαλά μου και τα κατέστρεψε· δίχτυ στα πόδια μου άπλωσε, κάτω με πέταξε, μ’ έκανε νά υποφέρω, για πάντα να πονώ. Έκανε ο Κύριος ζυγό τις αμαρτίες μου, τις έσφιξε γερά απάνω στο λαιμό μου, έτσι η δύναμή μου ατόνησε. Ο Κύριος με παρέδωσε στα χέρια εκείνων, που δεν μπορώ να τους αντισταθώ. Ο Κύριος μακριά μου απέρριψε όλους τους άντρες μου, τους ισχυρούς· πλήθος συγκέντρωσε εναντίον μου, για να συντρίψει τους πολεμιστές μου. Πάτησαν του Ιούδα το λαό καθώς στο πατητήρι τα σταφύλια. Γι’ αυτό εγώ κλαίω· τα μάτια δάκρυα πλημμυρίζουν, γιατ’ είναι μακριά μου ο παρηγορητής μου εκείνος που θα μου ξανάδινε ζωή· αφανιστήκαν τα παιδιά μου, γιατί ο εχθρός ήταν πολύ ισχυρός». Τα χέρια της άπλωσε ικετευτικά η Σιών, αλλά κανείς δεν την παρηγορεί· ο Κύριος επιστράτευσε στον Ιακώβ ενάντια τους γύρω του εχθρούς· η Ιερουσαλήμ έγινε μισητή γι’ αυτούς.

Δωρεάν σχέδια μελέτης και πνευματικά αναγνώσματα σχετικά με ΘΡΗΝΟΙ 1:1-17